πνευματωσις

πνευματωσις
    πνευμάτωσις
    -εως ἥ
    1) испарение
    

(τοῦ ὑγροῦ Arst.)

    2) пучение Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πνευματωσις" в других словарях:

  • πνευμάτωσις — evaporation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματώσει — πνευμάτωσις evaporation fem nom/voc/acc dual (attic epic) πνευματώσεϊ , πνευμάτωσις evaporation fem dat sg (epic) πνευμάτωσις evaporation fem dat sg (attic ionic) πνευματόω turn into vapour aor subj act 3rd sg (epic) πνευματόω turn into vapour… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματώσεις — πνευμάτωσις evaporation fem nom/voc pl (attic epic) πνευμάτωσις evaporation fem nom/acc pl (attic) πνευματόω turn into vapour aor subj act 2nd sg (epic) πνευματόω turn into vapour fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματώσεσι — πνευμάτωσις evaporation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματώσεσιν — πνευμάτωσις evaporation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευμάτωσιν — πνευμάτωσις evaporation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευμάτωση — η / πνευμάτωσις, ώσεως, ΝΜΑ ιατρ. παθολογική κατάσταση που προκαλείται από την άθροιση αέρα ή αερίων στις φυσικές κοιλότητες, στα ὁργανα ή στους ιστούς τού σώματος (νεοεολλ.) φρ. «κυστική πνευμάτωση τού μεσεντερίου» αλλοίωση που χαρακτηρίζεται… …   Dictionary of Greek

  • πνευματώσεων — πνευματώσεω̆ν , πνευμάτωσις evaporation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματώσεως — πνευματώσεω̆ς , πνευμάτωσις evaporation fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»